- φρακτός
- -ή, -ό / φρακτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Ανεοελλ.1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτόπεριφραγμένο κτήμαμσν.-αρχ.καλυμμένος, σκεπασμένος («ὅσσα φῡλα ἤ λεπίσιν πυκινῇσι καλύπτεται ἤ φολίδεσι φρακτά», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ- τού ρ. φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. -τός* τών ρηματ. επιθ. Ο νεοελλ. τ. φραχτός < φρακτός, με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου κλειστού συμφώνου στο αντίστοιχο διαρκές (πρβλ. γραφτός < γραπτός)].
Dictionary of Greek. 2013.